Η Εμπειρία Μου
Με πολυήμερους αγώνες με étape αρκετών χιλιομέτρων στα πόδια, από το παρελθόν και μια αξιοπρεπή φυσική κατάσταση αυτό τον καιρό, αποφάσισα να υλοποιήσω άμεσα την πρόσκληση του διοργανωτή, κ. Γιάννη Παπαθανασίου, για ένα οδοιπορικό στα “μέρη του”. Παίρνοντας μαζί μου τον Βασίλη Κολιό -αθλητή της ομάδας του myathlete και δεινό time trialist- σαν σύμμαχο στο εγχείρημα, έβαλα πλώρη για το ταξίδι χωρίς να αφήνω το μυαλό να “πετάξει” μέχρι τον προορισμό.
Το άγνωστο πάντα προκαλεί φόβο και με φόβο κατηφόρισα προς Ιτέα, πατώντας τα πετάλια σε ένα ρυθμό που δεν ήξερα αν θα “με βγάλει” ή θα “με σκάσει”. Έχοντας φάει αρκετά -όχι υπερβολικά- στο πρωινό γεύμα, άφησα μιάμιση ώρα να περάσει μέχρι να αρχίσω να τροφοδοτώ ξανά το σώμα. Έκτοτε, δεν πέρασαν ούτε 40 λεπτά, χωρίς να φάω κάποιου είδους τροφή. Σε μία τέτοια πορεία, δεν ήθελα οι ενεργειακές απώλειες να μπουν ανάμεσα σε εμένα και τον τερματισμό.
Οι ευθείες της Άμφισσας σύντομα έδωσαν τη θέση τους σε μια ασταμάτητη ανάβαση, με μικρές οάσεις κατηφόρας. Περνώντας το χωριό Βουνιχώρα και πλησιάζοντας το Μαλανδρίνο, οι ελάχιστες ευθείες είχαν σαν επιπλέον συστατικό τον κόντρα άνεμο, αναγκάζοντας μας να δουλέψουμε με αλλαγές για να φυλάξουμε ενέργεια. Στο βάθος, οι κορυφές της Γκιώνας, και το καταπράσινο, πετρώδες έδαφος, γέμιζαν το μυαλό με ανεξίτηλες, μοναδικές εικόνες.
Είχαν περάσει δύο ώρες όταν είδαμε στα αριστερά μας το φράγμα της τεχνητής λίμνης του Μόρνου και χωρίς να το καταλάβουμε αρχίσαμε να ανηφορίζουμε τις λοφοπλαγιές της Γκιώνας. Οικονομική οδήγηση και αρκετό φαγητό ήταν η μόνη λύση για μην αρχίσει το σώμα να υπολειτουργεί από τόσο νωρίς. Το φορτίο ήταν ήδη μεγάλο, με πάνω από 2500μ. υψομετρικής διαφοράς στα πόδια.
Αφήνοντας τη Γκιώνα πίσω μας και οδεύοντας για την Οίτη, έκανα την καθιερωμένη μου ερώτηση στον Βασίλη: “Πως είσαι Μπιλ;”. Η απάντηση για πρώτη φορά δεν ήταν αβίαστη και καθησυχαστική. Κάτι είχε αρχίσει να τον ενοχλεί. Το ίδιο και εμένα...
Σχεδόν τέσσερις ώρες είχαν περάσει όταν αφήσαμε πίσω μας τη γραφική Παύλιανη και κατηφορίσαμε για το Μπράλο, έχοντας μείνει άφωνοι από το θαύμα της Άνοιξης.
Γραβιά και Μαριολάτα μας βρήκαν να δουλεύουμε και πάλι με αλλαγές, ανεβάζοντας ρυθμό στις τελευταίες ευθείες της διαδρομής. Η Πολύδροσος πλησίαζε και μαζί η μεγάλη πρόκληση.
Ελαφρύ πάτημα, ήρεμος ρυθμός και η πιο δύσκολη ανάβαση της ζωής μας ξεκίνησε. Τα χιλιόμετρα περνούσαν αργά και βασανιστικά, με τον Βασίλη να τα μετράει ένα-ένα αντίστροφα. Έκανε όμως ένα λάθος. Άρχισε να μετράει από το 17, ενώ το πραγματικό νούμερο από την Πολύδροσο ήταν κατά τρία χιλιόμετρα μεγαλύτερο. Αυτό μάλλον βοήθησε την ψυχολογία μας, που άρχισε να ανεβαίνει μόλις η μέτρηση έπεσε σε μονό ψηφίο.
Είχαν μείνει περίπου πέντε χιλιόμετρα ανάβασης όταν παρατήρησα την παρουσία μιας ελαφριάς ζαλάδας. Δούλευα πλέον σε ατμόσφαιρα με μειωμένη περιεκτικότητα σε οξυγόνο. Ο Βασίλης περνούσε και αυτός το δικό του Γολγοθά. Λάθος διαχείριση διατροφής και χιλιόμετρα, είχαν αρχίσει να βαραίνουν τα πόδια του συνταξιδιώτη μου, που αποφάσισε να παλέψει μέχρι την κορυφή της ανάβασης, στα Κελάρια και εκεί να μπει στο αυτοκίνητο του Γιάννη, που όλες αυτές τις ώρες ήταν δίπλα μας, με οδηγίες διαδρομής, φαγητό και νερό.
Πλησιάζοντας την κορυφή, το τοπίο άρχισε να αλλάζει. Το ελατόδασος αραίωσε και τα χιόνια ενός βαρύ Χειμώνα έκαναν την εμφάνισή τους. Εκεί η Άνοιξη δεν είχε φτάσει ακόμα. Με κάθε πεταλιά, αφήναμε πίσω μας τα έλατα και μπαίναμε σε ένα σεληνιακό τοπίο, πασπαλισμένο με τόνους χιονιού. Ο πόνος και η κούραση είχαν ξεχαστεί. Πλησίαζα στο τέλος του μαρτυρίου. Ξεκορφίζοντας, κούμπωσα το αντιανεμικό μου και βιαστικά για να μην κρυώσω, μόνος πλέον, κατηφόρισα βιαστικά για τη διασταύρωση προς Αράχωβα, ψάχνοντας τη χαμένη Άνοιξη.
Η ανηφόρα που απέμεινε στα τελευταία 20 χιλιόμετρα ήταν ελάχιστη και έφυγε σαν τα πρώτα χιλιόμετρα ενός γρήγορου αγώνα. Σύντομα έπιασα την κατηφόρα από Αράχωβα για Δελφούς, ένα δρόμου που ήξερα πλέον απ’ έξω, μετά από τρεις συμμετοχές στον “Ομφάλιο” και τίποτα δεν θα έμπαινε ανάμεσα σε εμένα και τη ντουσιέρα του ξενοδοχείου Ηνίοχος. Επτά ώρες και λίγα λεπτά είχαν περάσει όταν το σκαράκι μου ακούμπησε ξανά το πεζούλι του ξενοδοχείου. Job done!
Με πολυήμερους αγώνες με étape αρκετών χιλιομέτρων στα πόδια, από το παρελθόν και μια αξιοπρεπή φυσική κατάσταση αυτό τον καιρό, αποφάσισα να υλοποιήσω άμεσα την πρόσκληση του διοργανωτή, κ. Γιάννη Παπαθανασίου, για ένα οδοιπορικό στα “μέρη του”. Παίρνοντας μαζί μου τον Βασίλη Κολιό -αθλητή της ομάδας του myathlete και δεινό time trialist- σαν σύμμαχο στο εγχείρημα, έβαλα πλώρη για το ταξίδι χωρίς να αφήνω το μυαλό να “πετάξει” μέχρι τον προορισμό.
Το άγνωστο πάντα προκαλεί φόβο και με φόβο κατηφόρισα προς Ιτέα, πατώντας τα πετάλια σε ένα ρυθμό που δεν ήξερα αν θα “με βγάλει” ή θα “με σκάσει”. Έχοντας φάει αρκετά -όχι υπερβολικά- στο πρωινό γεύμα, άφησα μιάμιση ώρα να περάσει μέχρι να αρχίσω να τροφοδοτώ ξανά το σώμα. Έκτοτε, δεν πέρασαν ούτε 40 λεπτά, χωρίς να φάω κάποιου είδους τροφή. Σε μία τέτοια πορεία, δεν ήθελα οι ενεργειακές απώλειες να μπουν ανάμεσα σε εμένα και τον τερματισμό.
Οι ευθείες της Άμφισσας σύντομα έδωσαν τη θέση τους σε μια ασταμάτητη ανάβαση, με μικρές οάσεις κατηφόρας. Περνώντας το χωριό Βουνιχώρα και πλησιάζοντας το Μαλανδρίνο, οι ελάχιστες ευθείες είχαν σαν επιπλέον συστατικό τον κόντρα άνεμο, αναγκάζοντας μας να δουλέψουμε με αλλαγές για να φυλάξουμε ενέργεια. Στο βάθος, οι κορυφές της Γκιώνας, και το καταπράσινο, πετρώδες έδαφος, γέμιζαν το μυαλό με ανεξίτηλες, μοναδικές εικόνες.
Είχαν περάσει δύο ώρες όταν είδαμε στα αριστερά μας το φράγμα της τεχνητής λίμνης του Μόρνου και χωρίς να το καταλάβουμε αρχίσαμε να ανηφορίζουμε τις λοφοπλαγιές της Γκιώνας. Οικονομική οδήγηση και αρκετό φαγητό ήταν η μόνη λύση για μην αρχίσει το σώμα να υπολειτουργεί από τόσο νωρίς. Το φορτίο ήταν ήδη μεγάλο, με πάνω από 2500μ. υψομετρικής διαφοράς στα πόδια.
Αφήνοντας τη Γκιώνα πίσω μας και οδεύοντας για την Οίτη, έκανα την καθιερωμένη μου ερώτηση στον Βασίλη: “Πως είσαι Μπιλ;”. Η απάντηση για πρώτη φορά δεν ήταν αβίαστη και καθησυχαστική. Κάτι είχε αρχίσει να τον ενοχλεί. Το ίδιο και εμένα...
Σχεδόν τέσσερις ώρες είχαν περάσει όταν αφήσαμε πίσω μας τη γραφική Παύλιανη και κατηφορίσαμε για το Μπράλο, έχοντας μείνει άφωνοι από το θαύμα της Άνοιξης.
Γραβιά και Μαριολάτα μας βρήκαν να δουλεύουμε και πάλι με αλλαγές, ανεβάζοντας ρυθμό στις τελευταίες ευθείες της διαδρομής. Η Πολύδροσος πλησίαζε και μαζί η μεγάλη πρόκληση.
Ελαφρύ πάτημα, ήρεμος ρυθμός και η πιο δύσκολη ανάβαση της ζωής μας ξεκίνησε. Τα χιλιόμετρα περνούσαν αργά και βασανιστικά, με τον Βασίλη να τα μετράει ένα-ένα αντίστροφα. Έκανε όμως ένα λάθος. Άρχισε να μετράει από το 17, ενώ το πραγματικό νούμερο από την Πολύδροσο ήταν κατά τρία χιλιόμετρα μεγαλύτερο. Αυτό μάλλον βοήθησε την ψυχολογία μας, που άρχισε να ανεβαίνει μόλις η μέτρηση έπεσε σε μονό ψηφίο.
Είχαν μείνει περίπου πέντε χιλιόμετρα ανάβασης όταν παρατήρησα την παρουσία μιας ελαφριάς ζαλάδας. Δούλευα πλέον σε ατμόσφαιρα με μειωμένη περιεκτικότητα σε οξυγόνο. Ο Βασίλης περνούσε και αυτός το δικό του Γολγοθά. Λάθος διαχείριση διατροφής και χιλιόμετρα, είχαν αρχίσει να βαραίνουν τα πόδια του συνταξιδιώτη μου, που αποφάσισε να παλέψει μέχρι την κορυφή της ανάβασης, στα Κελάρια και εκεί να μπει στο αυτοκίνητο του Γιάννη, που όλες αυτές τις ώρες ήταν δίπλα μας, με οδηγίες διαδρομής, φαγητό και νερό.
Πλησιάζοντας την κορυφή, το τοπίο άρχισε να αλλάζει. Το ελατόδασος αραίωσε και τα χιόνια ενός βαρύ Χειμώνα έκαναν την εμφάνισή τους. Εκεί η Άνοιξη δεν είχε φτάσει ακόμα. Με κάθε πεταλιά, αφήναμε πίσω μας τα έλατα και μπαίναμε σε ένα σεληνιακό τοπίο, πασπαλισμένο με τόνους χιονιού. Ο πόνος και η κούραση είχαν ξεχαστεί. Πλησίαζα στο τέλος του μαρτυρίου. Ξεκορφίζοντας, κούμπωσα το αντιανεμικό μου και βιαστικά για να μην κρυώσω, μόνος πλέον, κατηφόρισα βιαστικά για τη διασταύρωση προς Αράχωβα, ψάχνοντας τη χαμένη Άνοιξη.
Η ανηφόρα που απέμεινε στα τελευταία 20 χιλιόμετρα ήταν ελάχιστη και έφυγε σαν τα πρώτα χιλιόμετρα ενός γρήγορου αγώνα. Σύντομα έπιασα την κατηφόρα από Αράχωβα για Δελφούς, ένα δρόμου που ήξερα πλέον απ’ έξω, μετά από τρεις συμμετοχές στον “Ομφάλιο” και τίποτα δεν θα έμπαινε ανάμεσα σε εμένα και τη ντουσιέρα του ξενοδοχείου Ηνίοχος. Επτά ώρες και λίγα λεπτά είχαν περάσει όταν το σκαράκι μου ακούμπησε ξανά το πεζούλι του ξενοδοχείου. Job done!